Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Ελλάς. Η Ανεξαρτησία, η Επέκταση, το Μέλλον της

Από παλιά μου είχαν αποδώσει το χαρακτηρισμό φασίστας. Μάλιστα, ένα άρθρο που είχα γράψει για κάποιο περιοδικό, κόπηκε, διότι (λόγο)κρίθηκε ως ακραίο. Το άρθρο αυτό είχε γραφτεί το 2005. Το παραθέτω εδώ χωρίς τις αλλαγές - προσθήκες των τελευταίων 7 ετών...
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ιστορία του σύγχρονου ελεύθερου Ελληνικού κράτους ξεκινά το 1830, 9 χρόνια μετά την ύψιστη στιγμή του έθνους, την Επανάσταση του 1821 που κατέληξε στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους και επισφραγίστηκε με δύο συνθήκες
α)του πρωτοκόλλου Ανεξαρτησίας του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) με το οποίο η Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία του Ελληνικού κράτους και
β)της συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (24 Ιουλίου 1832) με την οποία καθορίστηκαν τα βόρεια όρια του πρώτου ελληνικού κράτους στη γραμμή Παγασητικού και Αμβρακικού κόλπου μετά από συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρέπει εδώ να τονισθεί πως μέχρι την τελική απόφαση για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, η τύχη της Ελλάδος πέρασε από πολλά κύματα καθώς οι Οθωμανοί δεν δέχονταν την δημιουργία ανεξαρτήτου αλλά αυτόνομου κράτους. Η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας αποφασίστηκε να είναι το Ναύπλιο αλλά εν τέλει και μέχρι σήμερα πρωτεύουσα έγινε η Αθήνα. Τα εδάφη της πρώτης Ελληνικής επικράτειας ήταν η Πελοπόννησος (ο Μωριάς), η Στερεά Ελλάδα (η Ρούμελη), η νήσος Εύβοια και οι νήσοι Κυκλάδες.
Παρά την μικρή όμως αρχική επικράτεια, χάρη είτε σε σωστούς διπλωματικούς χειρισμούς πολιτικών προσωπικοτήτων της εποχής, είτε εξαιτίας των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων επετεύχθη η ανάκτηση ορισμένων περιοχών της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενός πολύ μικρού μέρους των εδαφών της, με αποτέλεσμα από το αρχικό κράτος με τα πολύ περιορισμένα σύνορα το 1830, η Ελλάδα να φθάσει στα σημερινά της όρια μέχρι το 1949.
Η αρχή έγινε τη 2α Ιουνίου 1864 όταν οι Άγγλοι αποχωρούν από τα Επτάνησα και τα προσφέρουν ως δώρο στο νεοεκλεγέντα Βασιλέα της Ελλάδας Γεώργιο Α. Με τον τρόπο αυτό κατάφεραν να «ξεφορτωθούν» τα Ιόνια Νησιά καθώς τα τελευταία χρόνια οι κάτοικοί τους, τους δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα με επαναστατικά κινήματα και η Επαρχία των Επτανήσων αποτελούσε πλέον μια ζημιογόνα παρά κερδοφόρα επαρχία. Επιπλέον θεωρούσαν πως με τον τρόπο αυτό θα κέρδιζαν την εύνοια των Ελλήνων.
Μετά τα Επτάνησα σειρά είχε η Θεσσαλία, η οποία δόθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1881. Πρέπει όμως να αναφερθεί, ότι πριν από τη Συνθήκη αυτή, το 1878, οι Ρώσοι πρωτοστάτησαν στην υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Με αυτή προβλεπόταν η δημιουργία αυτόνομου Βουλγάρικου κράτους με έκταση συνόρων τέτοια ώστε να βρίσκει διέξοδο στο Αιγαίο. Ικανοποιούνταν λοιπόν το διπλό Βουλγαρικό όνειρο, δηλαδή η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας και κυρίως η έξοδο στο Πέλαγος για οικονομικά ως επί το πλείστον οφέλη, καταπατώντας όμως ελληνικότατα Μακεδονικά εδάφη. Το 1881 ωστόσο, οι ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων συνήλθαν στο Βερολίνο και μετά από πιέσεις που άσκησαν στους Ρώσους (κυρίως ο επονομαζόμενος Σιδηρούς Καγκελάριος, Όττο φον Μπίσμαρκ και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Μπέντζαμιν Ντ’ Ισραέλι),  ανέτρεψαν την Συνθήκη αυτή και υπέγραψαν τη Συνθήκη του Βερολίνου. Η συνθήκη αυτή είχε διττό ενδιαφέρον για την Ελλάδα α)διότι προέβλεπε την προσάρτηση της Θεσσαλίας αλλά και μέρους της Ηπείρου (το νομό της Άρτας) στη χώρα μας, γεγονός που αποδέχθηκε και η ηγεσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπογράφοντας με την Ελληνική Κυβέρνηση διμερή συμφωνία στην Κωνσταντινούπολη και β)περιόριζε τα όρια της Βουλγαρίας, της έκλεινε την διέξοδο στο Αιγαίο αλλά της αφαιρούσε και την περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας την οποία ανακήρυττε ως αυτόνομο κράτος με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη. Ως εγγυητές του κράτους της Αν. Ρωμυλίας τέθηκαν οι τρεις ενδιαφερόμενες χώρες, η Ελλάδα η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μόνο θετικό για τους Βούλγαρους από τη συνθήκη αυτή ήταν το γεγονός ότι το κράτος τους αναγνωρίζονταν πλέον όχι ως αυτόνομο αλλά ως ανεξάρτητο. Η νέα συνθήκη λοιπόν γκρέμισε τα όνειρα των Βουλγάρων για διέξοδο στο Αιγαίο, Μεγάλη Βουλγαρία και επέκταση στα Μακεδονικά εδάφη με την ελπίδα να φτάσουν ως τη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό δεν μπόρεσαν από ότι φαίνεται να το αποδεχθούν οι Βούλγαροι, με αποτέλεσμα κάποια χρόνια αργότερα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της χώρας μας και με μια Οθωμανική Αυτοκρατορία στα πρόθυρα της διάλυσης (δεν τυχαίο το ειρωνικό αλλά απολύτως πραγματικό προσωνύμιό της ως Γίγαντα με τα πήλινα πόδια) προσάρτησαν παρανόμως την Αν. Ρωμυλία. Μια περιοχή με ζωντανό το ελληνικό στοιχείο γινόταν με το έτσι θέλω βουλγαρική επαρχία (η σημερινή νότιος Βουλγαρία). Η Φιλιππούπολη γινόταν … Πλοβντίβ αλλά η ελληνική κυβέρνηση της εποχής κωλυσιεργούσε και έμενε αδρανής στις εξελίξεις. Έχασε λοιπόν τη δυνατότητα να διεκδικήσει τουλάχιστο τα νόμιμα σύμφωνα με τη συνθήκη, δηλαδή την αυτονομία αυτής της ελληνικότατης περιοχής, αν όχι τα αυτονόητα δηλαδή την ένωση της με το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Επιπλέον αποδείχθηκε για μια ακόμη πόσο νοιάζονταν οι «φίλοι» μας, οι «σύμμαχοί» μας για την χώρα μας και γιατί ενώ οι ίδιοι είχαν ανακηρύξει την Αν. Ρωμυλία αυτόνομη, δεν έκαναν τίποτα για την αυθαιρεσία των Βουλγάρων.
Από το 1881 και με ενδιάμεσο σταθμό έναν καταστροφικό για την Ελλάδα σε οικονομικό επίπεδο Ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897, όπου η χώρα κόντεψε να χαθεί, φθάνουμε στον 20ο αιώνα και στους δύο Βαλκανικούς πολέμους το 1912 και 1913. Η χώρα μας βγήκε θριαμβεύτρια, τόσο στον 1ο Βαλκανικό όταν και πολέμησε εναντίον των Τούρκων όσο και στο 2ο Πόλεμο, εναντίον της Βουλγαρίας. Με την τελευταία ήμαστε σύμμαχοι στον 1ο Βαλκανικό πόλεμο, αλλά εν συνεχεία προσπάθησε να διεκδικήσει εδάφη τα οποία είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός έχοντας πάντα το όνειρο για κατάκτηση Μακεδονικών εδαφών και έξοδο στο Αιγαίο κυρίως για οικονομικούς λόγους. Επιβράβευση των προσπαθειών του Έθνους υπήρξαν οι Συνθήκες του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) και του Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913), με τις οποίες η χώρα μας ανέκτησε την υπόλοιπη Νότιο Ήπειρο το Νότιο τμήμα της Μακεδονίας τα νησιά του Αιγαίου εκτός των νήσων Ίμβρου, Τενέδου και των Δωδεκανήσων. Με τις προσθήκες λοιπόν αυτές, η έκταση της χώρας μας σχεδόν διπλασιάστηκε.
Την περίοδο αυτή ήρθε στην επιφάνεια για πρώτη φορά το θέμα της Βορείου Ηπείρου για το οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έδιναν ξεκάθαρες απαντήσεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ολιγωρία, ή ίσως την ατολμία του κράτους μας να διεκδικήσει το αυτονόητο, μια ελληνικότατη περιοχή, είχε ως αποτέλεσμα την κατ’ αρχήν παραχώρηση της αργότερα στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας, απόφαση στην οποία πρωτοστάτησαν οι Ιταλοί. Μετά την Ανατολική Ρωμυλία, άλλη μια περιοχή με ζωντανό το Ελληνικό στοιχείο χάθηκε μέσα από τα χέρια μας.
Παρά την ανάκτηση όμως της Ν. Μακεδονίας και της Ν. Ηπείρου, υπήρχαν ακόμη αλύτρωτες πατρίδες στη σκλαβιά. Φθάνουμε λοιπόν στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, την κόντρα μεταξύ του πρωθυπουργού της Ελλάδος, Ελευθέριου Βενιζέλου και του Βασιλέα Κωνσταντίνου για το αν έπρεπε η χώρα μας να σταθούν στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ (Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία και αργότερα Ιταλία) υποστηρικτής των οποίων ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας, ή της Συμμαχίας Κεντρικών Δυνάμεων (Αυστροουγγαρία, Γερμανία  και αργότερα Τουρκία) υποστηρικτής της οποίας ήταν ο Βασιλέας της χώρας, και γαμπρός του Κάιζερ Γουλιέλμου Β’, την αποφυγή εμφύλιας σύρραξης την τελευταία στιγμή και τέλος την έξοδο της χώρας στο πλευρό της Αντάντ με απομάκρυνση συγχρόνως του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Με τη μεγαλειώδη νίκη της Συμμαχίας της Αντάντ και τη συντριβή Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Τουρκίας, άνοιξε ο δρόμος για την περαιτέρω επέκταση των συνόρων της Ελλάδος. Οι χειρισμοί Βενιζέλου είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή δύο Συνθηκών, α)Του Νεΐγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και β)Των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) σύμφωνα με τις οποίες αποδίδονταν στη χώρα μας η σημερινή Δυτική Θράκη, η Ανατολική Θράκη με όρια μέχρι σχεδόν την Κωνσταντινούπολη (50 χιλιόμετρα μακριά από τη Βασιλεύουσα, στη γραμμή Αίνου - Μηδείας για την ακρίβεια) οι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος και η Ζώνη της Σμύρνης, που περιελάμβανε σημαντικές πόλεις όπως η Σμύρνη, η Έφεσος και οι Κυδωνιές. Το όραμα της Μεγάλης Ελλάδος των δύο Ηπείρων και των τριών Θαλασσών έπαιρνε σάρκα και οστά. Μελανό σημείο στην μεγάλη αυτή επιτυχία ήταν για μια ακόμη φορά το γεγονός ότι παραμελήθηκε και θάφτηκε το θέμα της Βορείου Ηπείρου. Το μόνο που έλειπε πλέον ήταν η Ανάκτηση της Πόλης.
Αλίμονο όμως… Όχι μόνο το όνειρο δεν έγινε πραγματικότητα αλλά η χώρα μας ενεπλάκη σε έναν καταστροφικό πόλεμο. Ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε από την περιοχή της Σμύρνης με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας του Τουρκικού Κράτους, της Άγκυρας και διάλυση αυτού. Λόγω όμως της κακής οργάνωσης, των αδυναμιών στη διοικητική μέριμνα, της στροφής των Μεγάλων Δυνάμεων προς τους Τούρκους (με αφορμή την απομάκρυνση της κυβέρνησης Βενιζέλου και της επαναφοράς του Βασιλιά Κωνσταντίνου) και της ανασύνταξης του Τουρκικού στρατού χάρη στον Κεμάλ Ατατούρκ ο πόλεμος μετατράπηκε σε τραγική ήττα για τη χώρα μας με κατάληξη στην τραγική σφαγή της Σμύρνης το 1922.
Για να μην συνεχιστεί το κακό και να παύσουν οι εχθροπραξίες η Ελλάδα αναγκάστηκε σε διάλογο με την Τουρκία. Διάλογος ο οποίος κατέληξε στην υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης  στις 23 Ιουλίου το 1923. Η Ελλάδα έχανε την Ανατολική Θράκη μέχρι τον Έβρο, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και την Περιοχή της Σμύρνης. Αποφασίστηκε ανταλλαγή πληθυσμών ενώ εξαιρέθηκαν και δεν μετακινήθηκαν οι Έλληνές της Πόλης και η Τούρκοι της Δυτικής Θράκης. Η συνθήκη προέβλεπε την αναγνώριση Μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη και Ελληνικής στην Κωνσταντινούπολη. Από τότε όμως οι Έλληνες της Πόλης δέχθηκαν αμέτρητους διωγμούς (π.χ. κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1955) με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν λιγότεροι από 2000.
Η συνθήκη της Λωζάνης ήταν η προτελευταία συνθήκη που καθόριζε τα σύνορα της χώρας μας. Η τελευταία προσάρτηση εδαφών που έδωσε στην Ελλάδα τα σημερινά της όρια υπεγράφη στο Παρίσι στις 10 Φεβρουαρίου του 1949, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την καταστροφή του Άξονα Βερολίνου – Ρώμης που αποτελείτο από τη ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και την Ιαπωνία, από τις συμμαχικές δυνάμεις (Γαλλία, Αγγλία, Η.Π.Α.). Η ηττημένη, ταπεινωμένη και αποδεκατισμένη Ιταλία όφειλε να αποδώσει στην χώρα μας τα Δωδεκάνησα όπως φυσικά και έπραξε. Εκτός όμως από αυτή τη νίκη είχαμε και μια μεγάλη ήττα. Αυτή ήταν η οριστική απόφαση να δοθεί η Β. Ήπειρος στους Αλβανούς παρά το γεγονός ότι ο Στρατός μας γράφοντας το ύψιστο έπος του ’40 τόλμησε όχι μόνο να αντισταθεί στον πανίσχυρο, πολυπληθέστερο και πολύ καλύτερα εξοπλισμένο Ιταλικό Στρατό, αλλά κατάφερε να αποκρούσει την επίθεσή του που ξεκινούσε από το Αλβανικό έδαφος (ας μην ξεχνούμε ότι οι Αλβανοί ήταν σύμμαχοι των Ιταλών), πέρασε στην αντεπίθεση και κατάφερε να ελευθερώσει μια μια τις πόλεις της ελληνικότατης Βορείου Ηπείρου και να πετάξει τον Ιταλικό στρατό στη θάλασσα. Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα, Τεπελένι… όλοι οι Έλληνες υποδέχονταν τον Στρατό μας ως ηρωικό απελευθερωτή. Δυστυχώς τα εδάφη αυτά λόγω της μετέπειτα ναζιστικής επίθεσης και της τριπλής κατοχής (Γερμανία Ιταλία Βουλγαρία) δεν κατέστη δυνατό να κρατηθούν και να ενσωματωθούν στην υπόλοιπη Ελληνική επικράτεια. Τελικά έγινε άλλη μια κατάφορη αδικία και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δόθηκαν στην Αλβανία. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αντίθεση της Σοβιετικής Ένωσης στην απόδοση εδαφών της κομμουνιστικής τότε Αλβανίας στη δημοκρατική (ή αν είναι προτιμότερο να λεχθεί, δυτικοευρωπαϊκή) Ελλάδα. Χάσαμε έτσι λοιπόν άλλο ένα ελληνικό έδαφος τόσο άδικα.
Η συνέχεια για το Ελληνικό Κράτος όσον αφορά τα εδάφη που του ανήκουν είναι πιο ήρεμη καθώς δεν υπήρξαν εκ νέου αλλαγές στα σύνορά του. Δυστυχώς για τη χώρα μας, παρά την αξιόλογη πορεία της από το 1821, όσον αφορά την ανάκτηση και προσάρτηση εδαφών, πολλές ελληνικές περιοχές παρέμειναν αλύτρωτες, υπόδουλες σε άλλους λαούς. Αυτές α) είτε ανακτήθηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά λόγω των λάθος χειρισμών και των αποφάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων απωλέσθησαν. Όπως προαναφέρθηκε αυτές οι περιοχές είναι η Ανατολική Θράκη, οι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος και η Ζώνη της Σμύρνης. β) είτε ανακτήθηκαν μετά από πολεμικές επιχειρήσεις, λόγω όμως των συνθηκών της περιόδου μετά την ανάκτηση των εδαφών αυτών δεν δόθηκαν ποτέ στη χώρα μας. Η περιοχή αυτή είναι η Β. Ήπειρος για την τύχη της οποία αναφορά έγινε εκτενώς παραπάνω. γ) είτε έγινε προσπάθεια να διεκδικηθούν, άλλα οι «σύμμαχοι» και «φίλοι» της χώρας δεν το επέτρεψαν, όπως στην περίπτωση της Αν. Ρωμυλίας και τέλος δ) είτε δεν διεκδικήθηκαν ποτέ παρά το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα υπάρχει ζωντανό και έντονο το ελληνικό στοιχείο. Τέτοιες περιοχές αποτελούν οι Αλησμόνητες Πατρίδες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, με κεφαλή τις δύο μεγάλες πόλεις Τραπεζούντα και Σαμψούντα, οι ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας η τύχη των οποίων πιθανώς κρίθηκε με την αποτυχία της επανάστασης την οποία αποφάσισε να ξεκινήσει από τα μέρη αυτά, ο έλληνας υπασπιστής του Τσάρου της Ρωσίας, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και τέλος η περιοχή που αποκαλούμε Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή η Νότιος Ιταλία και τα νησιά Σικελία και Σαρδηνία.
  Σε αντίθεση με την εδαφική σταθερότητα στο πολιτειακό σύστημα της χώρας υπήρξε αστάθεια, που οδήγησε την 21 Απριλίου 1967 στην κατάλυση του υπάρχοντος πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού καθεστώτος για 7 ολόκληρα έτη. Από το 1975 όμως και μετά μέχρι και σήμερα έχει εγκαθιδρυθεί το πολίτευμα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που ισχύει μέχρι σήμερα. Μπορούμε δε να θεωρήσουμε ως σημαντικό επίτευγμα των τελευταίων 30 χρόνων ζωής του ελεύθερου Ελληνικού κράτους την προσχώρηση της Ελλάδας το 1980 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.), τη σημερινή Ενωμένη Ευρώπη.
Εκτός, όμως από τη χώρα μας δεν πρέπει να λησμονήσουμε να κάνουμε μια μικρή αναφορά και για τους αδερφούς μας τους Κυπρίους οι οποίοι δεν πέρασαν λιγότερα. Αρχικά υπό την Οθωμανική, αργότερα υπό την Αγγλική κατοχή, μόλις το 1960 κατάφεραν να απελευθερωθούν και να δημιουργήσουν την ανεξάρτητη Δημοκρατία της Κύπρου χάρη στις μάχες της ΕΟΚΑ που ξεκίνησαν από το 1955. Αυτή όμως η ελευθερία της Μεγαλονήσου δεν κράτησε για πολύ (τουλάχιστο για το Βόρειο τμήμα του νησιού). Το 1974 με το πρόσχημα ότι θέλουν να προστατέψουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων από τον κίνδυνο ελληνικής εισβολής, σε συνδυασμό με τους λάθος χειρισμούς του καθεστώτος της 7ετίας, αλλά και μιας περίεργης δήλωσης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στον Ο.Η.Ε., ο οποίος καλούσε τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν, έκαναν απόβαση στο νησί και κατέλαβαν το βόρειο τμήμα του. Η απαράδεκτη και παράνομη αυτή κατάσταση, το καθεστώς του Αττίλα όπως λέγεται στη Βόρεια Κύπρο υφίσταται από τότε. Έχουμε αισίως φτάσει στο 2004 και 30 χρόνια τώρα η κατάσταση παραμένει η ίδια. Με την προσπάθεια του Τουρκοκύπριου ηγέτη να αναγνωρισθεί το ψευδοκράτους του, και την προκλητικότατη στάση του (που άλλωστε είναι χαρακτηριστικό των περισσοτέρων Τούρκων πολιτικών) αρνούμενος κάθε μορφή διαλόγου και καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των ελληνοκυπρίων του Βορείου που βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Η μόνη ευχάριστη αλλαγή για την Κύπρο, ήταν η εισαγωγή της στην Ε.Ε. που επεκτάθηκε από Ενωμένη Ευρώπη των 15 σε Ευρώπη των 25.
Ότι όμως κατακτήθηκε με τόσο αίμα και τόσες χαμένες ζωές γνωστών και αγνώστων ηρώων του έθνους μας κινδυνεύει να χαθεί. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος διότι δεν είναι μόνο απόρροια των επεκτατικών βλέψεων των γειτονικών στη χώρα μας λαών, αλλά και εξαιτίας εσωτερικών κινδύνων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η απώλεια ενδιαφέροντος από τη νέα γενιά των Ελλήνων, τη δική μας δυστυχώς γενιά, για την εκμάθηση της ιστορίας μας, της καταγωγής μας και τη σπουδαιότητα του να είσαι έλληνας, του λαμπρού πολιτισμού των προγόνων μας, του πολιτισμού πάνω στον οποίο στηρίζεται το οικοδόμημα που λέγεται σύγχρονος κόσμος και την προσπάθεια περαιτέρω ανάδειξης και συνέχισής του . Το γεγονός αυτό μας έχει προσανατολίσει, μας έχει φθάσει σε σημείο να αδιαφορούμε για τα εθνικά μας ζητήματα και να μην μαχόμαστε για αυτά, πλην μερικών εξαιρέσεων που δυστυχώς υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Να έχουμε γίνει, δηλαδή υποτακτικοί, να σκύβουμε το κεφάλι και να μην αντιδρούμε στις παράλογες επιθυμίες των γειτόνων μας (Ο εσωτερικός κίνδυνος που ανέφερα). Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναφερθώ σε μερικά από τα εθνικά ζητήματα αυτά.
Θα ξεκινήσω με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όχι πλέον ως εδαφικό πρόβλημα αφού οι διεθνείς συνθήκες χάρισαν την περιοχή στο Αλβανικό κράτος, αλλά όσον αφορά την ελληνική μειονότητα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Κατά καιρούς τόσο στα έντυπα μέσα (εφημερίδες, περιοδικά) όσο και στα ενημερωτικά δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, υπάρχουν άρθρα ή ρεπορτάζ που αναφέρονται στην τραγική αντιμετώπιση που έχει η ελληνική μειονότητα από το επίσημο Αλβανικό κράτος. Κατάσταση που υπάρχει από τότε που η περιοχή έγινε επαρχεία της Αλβανικής επικράτειας και μέχρι σήμερα, ενώ έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας έχει βελτιωθεί ελάχιστα ή ίσως και καθόλου. Βασικό αίτιο της κατάστασης αυτής, είναι το γεγονός ότι το επίσημο κράτος αρνείται να αναγνωρίσει επίσημα την ελληνική μειονότητα όπως διαμηνύουν οι συμπατριώτες μας Βορειοηπειρώτες. Πιθανή αιτία είναι η ανασφάλεια ίσως και ο φόβος που νιώθουν για το Ελληνικό Ιδεώδες, τον Ελληνικό Πολιτισμό, που η ιστορία έχει αποδείξει ότι είναι πολύ ανώτερος από το δικό τους. Από αυτή τη μη αναγνώριση ξεκινούν πολλά άσχημα γεγονότα. Από μαρτυρίες των ανθρώπων αυτών γίνεται γνωστό πως δεν επιτρέπουν τη λειτουργία ελληνικών σχολείων, τη χρήση της ελληνικής γλώσσας καθώς επίσης και μαρτυρίες για άλλοτε ύπουλη και άλλοτε βίαιη προσπάθεια αφελληνισμού τους και καταστρατήγηση του αυτονόητου, δηλαδή των ελαχίστων δικαιωμάτων της ελεύθερης βούλησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα γεγονότα που συνέβησαν στη Χιμάρα στις τελευταίες εκλογές με τον προπηλακισμό πολλών Ελλήνων και των άγριο ξυλοδαρμό τους. Την ίδια ώρα που εμείς οι Έλληνες έχουμε δεχθεί πολλούς λαθρομετανάστες Αλβανούς, τους έχουμε δώσει εργασία και στέγη και πολλοί από αυτούς όχι μόνο δεν μας ευγνωμονούν αλλά τολμούν να παραβιάζουν καθημερινά τους νόμους, να γίνονται εγκληματίες και να σκοτώνουν μέσα στη χώρα μας Έλληνες συμπατριώτες μας. Γιατί πρέπει να δείχνουμε τόση μεγαλοψυχία τη στιγμή που δεν μας αποδίδουν τα ανάλογα; Βεβαίως υπάρχουν και άξιοι άνθρωποι αλβανικής καταγωγής που διαμένουν στη χώρα μας. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι οι νεαροί μαθητές που όπως έχουμε δει και στα δελτία ειδήσεων, έχουν αριστεύσει και πρωτεύσει μεταξύ των συμμαθητών τους. Θα ήταν δίκαιο να δοθεί ως επιβράβευση κάποιο χρηματικό ποσό και ιδιαίτερα αν οι οικογένειες αυτών των παιδιών έχουν οικονομικά προβλήματα ή να υπάρξει κάποια εύφημος μνεία, αλλά όχι κάτι παραπάνω... Τέλος πρέπει να αναφέρω και ένα δημοσίευμα που είδα πρόσφατα σε εφημερίδα, στο οποίο Αλβανός εθνικιστής δήλωνε προκλητικότατα ότι τα σύνορα της χώρας του φθάνουν μέχρι την Πρέβεζα... Σιγά μην φθάνουν και μέχρι την Αθήνα! Δεν έχω να προσθέσω τίποτα για τους φίλους μας τους Αλβανούς. Ο καθένας ας κάνει την κριτική του.
Ένα δεύτερο σημαντικό για τη χώρα μας θέμα είναι αυτό της διεκδίκησης από το κράτος των Σκοπίων του ονόματος Μακεδονία και του ήλιου της Βεργίνας ως συμβόλου της σημαίας τους. Το πρόβλημα αυτό δεν ήταν καινούργιο. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα ακόμη, στην περιοχή που βρίσκεται το κράτος των Σκοπίων υπήρχαν έντονες εθνικιστικές τάσεις καθώς και τάσεις αυτοδιάθεσης της Σλαβικής αυτής φυλής που αυτοαποκαλούνταν Σλαβομακεδόνες. Με τη δημιουργία της ενιαίας Κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας το θέμα θάφτηκε για αρκετά χρόνια αλλά δεν εξαλείφθηκε. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 20ού αιώνα όταν και η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε και ένα εκ των κρατών που δημιουργήθηκε ήταν το κρατίδιο των Σκοπίων, να αναζωπυρωθεί. Το νέο αυτό κρατίδιο, άρχισε να πιέζει καταστάσεις και τελικά παρά τις καθ’ επανάληψη έντονες κινητοποιήσεις με πορείες και συλλαλητήρια του ελληνικού λαού, κατάφερε να αποσπάσει από την Ελλάδα συμφωνία, που θα μπορεί να χρησιμοποιήσει το όνομα F.Y.R.O.M. ή Π.Γ.Δ.Μ. σε ελληνική μετάφραση (Former Yugoslavian Republic Of Macedonia ή Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Με τον τρόπο όμως αυτό, στιγματίσαμε το όνομα και μέρους της ιστορίας μας και ουσιαστικά προσβάλλαμε τη μνήμη του ΜΕΓΙΣΤΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Του ανθρώπου αυτού που δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατορία από την ελληνική χερσόνησο, μέχρι τις Ινδίες, που πέρασε όχι ως κατακτητής αλλά ως επιμορφωτής και εκπολίτισε τους βάρβαρους λαούς και μέχρι σήμερα πολλές φυλές στα βάθη της Ασίας λένε πως είναι απόγονοι του, καυχιούνται και είναι περήφανοι για αύτη τους την καταγωγή, ενώ άλλοι τον έχουν θεοποιήσει. Εμείς όμως απλά καταφέραμε να προδώσουμε τη μνήμη του αλλά και να δώσουμε πάτημα στους Σκοπιανούς για επιπλέον διαστρέβλωση της ιστορίας, καθώς διατείνονται πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνας αλλά Σλάβος και πως αυτοί ήταν οι φυσικοί του απόγονοι. Είναι δυνατόν; Υπήρχαν σλαβικά φύλα τότε; Με τι ιστορικά στοιχεία υποστηρίζουν κάτι τόσο γελοίο; Κι εμείς γιατί τους το επιτρέπουμε; Δηλαδή τι πρέπει να γίνει σε λίγα χρόνια να έρθουν να ζητάνε και τη Μακεδονία μας για να κάνουν πρωτεύουσα του κράτους τους τη Θεσσαλονίκη την οποία «δικαιωματικά» θα απαιτούν ως … «Μακεδόνες»;
Δυστυχώς όμως εκτός αυτού, επιτρέψαμε και ένα ακόμη γεγονός, ανεπίτρεπτο για τη μνήμη του Μ. Αλεξάνδρου. Πρόσφατα αποφασίστηκε στο Hollywood να γυριστούν κάποιες ταινίες για τη ζωή και το έργο του, που ούτε λίγο ούτε πολύ τον παρουσιάζουν ως αιμοσταγή δολοφόνο, ο οποίος σκότωσε πολύ κόσμο για να φτιάξει την αυτοκρατορία του. Στη δε προσωπική του ζωή, τον παρουσιάζουν ως έναν μέθυσο bisexual άνθρωπο με αποκορύφωμα τη σκηνή στην οποία, ο ηθοποιός που τον υποδύεται φιλιέται στο στόμα με τον παιδικό του κι αγαπημένο φίλο. Το ρεπορτάζ που έδειξαν όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί και αποτελεί ντροπή για το μεγαλείο του Αλεξάνδρου οφείλεται σε αδράνεια δίκη μας στο να χρηματοδοτήσουμε μια ταινία όπου θα φαίνεται η ιστορική πραγματικότητα και επιτρέψαμε να το κάνουν άλλοι. Με τον τρόπο αυτό δώσαμε λαβή για να περάσουν μέσω της ταινίας αυτής τα μηνύματα που θέλουν αυτοί οι άλλοι χωρίς φυσικά να νοιάζονται αν όσα λένε αποτελούν ιστορικά ψεύδη και συκοφαντίες. Αρκεί να πετύχουν το σκοπό τους, να αποκαλέσουν δηλαδή τον Μ. Αλέξανδρο Μακεδόνα, αλλά προς θεού σε καμιά περίπτωση Έλληνα, να τον διασύρουν και να τον συκοφαντήσουν με τον τρόπο που έδειξαν τα πλάνα από τις ταινίες αυτές της ντροπής. Επιπλέον ενώ θα μπορούσαμε ως κράτος να έχουμε τελειώσει αυτή την ιστορία από νωρίς, τώρα βρισκόμαστε να κυνηγούμε ώστε αυτό το αίσχος να μην προβληθεί. Αν λοιπόν θέλουμε να κρατήσουμε την υπερηφάνεια μας ως Έθνος, πρέπει τουλάχιστο να κάνουμε ότι περνά από το χέρι μας, να μποϊκοτάρουμε αυτές τις ταινίες ή ακόμη και να κινηθούμε δικαστικά για τα ψεύδη που αυτές εξακοντίζουν.
Το 3ο ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί και το οποίο είναι επίσης πολύ σοβαρό δεν είναι άλλο από τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι «φίλοι» και γείτονές μας, ακόμη και σήμερα, 182 χρόνια μετά την Επανάσταση που απέφερε την ελευθερία μας, μάλλον δεν μπορούν να αποδεχτούν το γεγονός ότι η χώρα μας και ο λαός της είναι ελεύθεροι. Από τότε μέχρι σήμερα δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να μας προκαλούν. Καθημερινά, λοιπόν  δεχόμαστε προσβολές από τουρκικά αεροσκάφη στον εναέριο χώρο μας. Συχνά - πυκνά ακούμε στα δελτία ειδήσεων Τούρκους να προκαλούν με εθνικιστικές δηλώσεις. Οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης προκαλούν απαιτώντας να αναγνωριστούν ως τουρκική μειονότητα με τη δικαιολογία ότι η μη αναγνώρισή τους αποτελεί καταπάτηση του δικαιώματος της ελευθερίας, ενώ σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης, η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίσει μειονότητα μουσουλμανική και όχι τουρκική. Επίσης παρατηρούνται από τους Τούρκους της Δ. Θράκης έντονες τάσεις αυτοδιάθεσης και εθνικιστικών ακροτητών με αποκορύφωμα τις δηλώσεις του ψευτομουφτή της Αλεξανδρούπολης σε συνέντευξή του σε ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, περί δημιουργίας αυτόνομου κράτους Δυτικής Θράκης. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η ακραίοι εθνικιστές τούρκοι έχουν δημιουργήσει συνδέσμους στις μεγάλες πόλεις της Θράκης οπού εκτός των άλλων στα γραφεία τους έχουν ανηρτημένη σημαία, η οποία σύμφωνα με τα λεγόμενα τους αποτελεί το σύμβολο του Αυτόνομου κρατιδίου της Δ. Θράκης! Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε και το θερμό επεισόδιο που έλαβα χώρα στα Ίμια. Οι «αγαπημένοι» μας γείτονες λοιπόν είχαν το θράσος να εισέλθουν σε ελληνικό έδαφος, να κατεβάσουν την Ελληνική σημαία να υψώσουν την τούρκικη.
Δυστυχώς ενώ η χώρα μας ως κράτος φιλειρηνικό, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες και ως παράγοντας σταθερότητας στη Βαλκανική Χερσόνησο, προσπαθεί να προωθήσει την Ελληνοτουρκική Ειρήνη, δεν βλέπει ανταπόκριση. Προσπαθώντας να διατηρήσουμε τις ισορροπίες: α) ενώ έχουμε κάθε δικαίωμα σε παραβίαση εναερίου χώρου να καταρρίψουμε το εχθρικό αεροσκάφος, δεν το κάνουμε αλλά αρκούμαστε σε εικονικές αερομαχίες και αναχαιτίσεις β) ανεχόμαστε αυτούς τους ακραίους Τούρκους, που τολμούν να μιλούν για αυτονομία της Δ. Θράκης, στα εδάφη μας, χωρίς να παίρνουμε δραστικά μέτρα για αυτή την κατάσταση και γ) κυρίως δεν διεκδικούμε. Δεν αναφέρομαι σε διεκδικήσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς συνθήκες, αλλά στο να διεκδικήσουμε το αυτονόητο, δηλαδή αυτά στα οποία έχουμε το δικαίωμα, όπως για παράδειγμα το σεβασμό από πλευράς Τούρκων στην ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια ώρα οι «γείτονες» μας ι)απαιτούν το σεβασμό για τους μουσουλμάνους της Θράκης ιι)καταπατούν τα Ελληνικά κεκτημένα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο (αναφέρθηκε πριν το παράδειγμα των Ιμίων) και ιιι) συνεχίζουν ύστερα από σχεδόν 30 χρόνια, ενώ πλέον δεν υφίσταται κίνδυνος «εισβολής» της χώρας μας στην Κύπρο, να διατηρούν το καθεστώς του Αττίλα, κρατώντας διαιρεμένη τη μεγαλόνησο και απαιτούν την αναγνώριση του ψευδοκράτους ως Ανεξαρτήτου Δημοκρατίας, αποφεύγοντας τον διάλογο για εξεύρεση πραγματικής λύσης στο Κυπριακό.
Τέλος θα ήθελα να εκφράσω την ευχαρίστηση μου για την εξεύρεση λύσης στην πρόσκαιρη διαφωνία του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου Βαρθολομαίου και του Αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας, Αρχιεπισκόπου κυρίου Χριστόδουλου, διότι σε αντίθετη περίπτωση ίσως υπήρχε κίνδυνος εθνικού διχασμού, πράγμα που δεν θα ήταν απίθανο λόγω της άρρηκτης σχέσης Ελληνισμού και εκκλησίας.

2 σχόλια: